-
1 ίστων
οἶδαsee: perf imperat act 3rd dualοἶδαsee: perf imperat act 3rd pl——————ἵ̱στων, ἱστάωimperf ind act 3rd pl (ionic)ἵ̱στων, ἱστάωimperf ind act 1st sg (ionic)ἱστάωimperf ind act 3rd pl (ionic)ἱστάωimperf ind act 1st sg (ionic) -
2 ιστών
-
3 ἱστών
-
4 ἱστών
-
5 ιστών
ἱστάωpres part act masc voc sg (ionic)ἱστάωpres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)ἱστάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἱστόςanything set upright: masc gen pl -
6 ἱστῶν
ἱστάωpres part act masc voc sg (ionic)ἱστάωpres part act neut nom /voc /acc sg (ionic)ἱστάωpres part act masc nom sg (attic epic ionic)ἱστόςanything set upright: masc gen pl -
7 ἱστών
-
8 ἱστών
ἱστών, ῶνος, ὁ, Ort, wo gewebt wird -
9 ἴστων
Βλ. λ. ίστων -
10 ἵστων
Βλ. λ. ίστων -
11 ἱστωνάρχης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστωνάρχης
-
12 ἱστωναρχία
ἱστων-αρχία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστωναρχία
-
13 παλίμ-βᾱμος
παλίμ-βᾱμος, zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
-
14 δούλευμα
δούλευμα, τό, Knechtschaft, Dienst; Eur. Or. 221. – Der Knecht, verächtlich, γυναικός Soph. Ant. 752; πιστὸν ἱστῶν, d. h. Frauen, Eur. Ion 748.
-
15 μολπῆτις
-
16 ἀλκυών
ἀλκυών, όνος, ἡ, att. ἁλκ., der Meereisvogel, alcedo hispida, Arist. H. A. 5, 8; Theocr. 7, 57. Den Mythus der Verwandlung dieses Vogels hat Apollod. 1, 7, 4; Luc. Halc. 1 (nach gew. Abl. von ἅλς u. κύω). Uebtr., Sängerin, bes. klagende, Ant. Sid. 50; Antip. Th. 32 (IX, 151. 567); sogar das Webschiff, ἱστῶν Παλλάδος ἀλκ. Ant. Sid. 26 (VI, 160).
-
17 ἱστός
ἱστός, ὁ (ἵστημι), 1) der Mastbaum, Schiffsmast; ἱστὸν στῆσαν ἀείραντες, κατὰ δὲ προτόνοισιν ἔδησαν Od. 15, 289; κὰδ δ' ἕλον ἱστόν 496; ἐν δ' ἱστόν τ' ἐτίϑεντο 8, 52; ἱστοὺς στησάμενοι 9, 77; Eur. Hec. 1263; αἰρόμενος τοὺς ἱστούς Xen. Hell. 6, 2, 29. – 2) der Webebaum, der Baum, an welchem die Kette zum Weben senkrecht aufgezogen, gleichsam steht, während sie bei uns wagerecht über dem Brust- u. Kettenbaum aufgespannt liegt; ἱστὸν στήσασϑαι, den Webebaum aufstellen, um das Gewebe zu beginnen, Hes. O. 777; ἱστὸν ἐποίχεσϑαι, am Webebaum hin- u. hergehen, um so zu weben, Od. 10, 221 u. öfter; ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί Pind. P. 9, 18; ἱστοῖς ἐν καλιφϑόγγοις Eur. I. T. 221; Plat. Lys. 208 d Phaed. 84 a; – die Kette, der Aufzug selbst u. das Gewebe, ἡ δὲ μέγαν ἱστὸν ὕφαινε Il. 3, 125; Hes. O. 64; ἀλλύειν Od. 24, 144; das Stück, welches auf dem Webestuhle mit einem Male gefertigt werden kann, Pol. 5, 89, 2; τρεῖς ἤδη καϑεῖλον ἱστούς bei Strab. VIII, 378. – Uebertr., vom Bau der Bienenzellen, Arist. H. A. 9, 40; öfter von Spinnen bei Sp., wie auch Bacchyl. Stob. fl. 55, 3. – Bei Opp. Cyn. 1, 408 das Schienbein.
-
18 ἱστεών
-
19 παλιμβαμος
-
20 σκοπεω
1) наблюдать, следить(σ. ἄστρον Pind.; σκοπεῖσθαι ἀπὸ τῶν ἱστῶν Xen.; σκοπούμενος τὸν ἥλιον ἐκλείποντα Plat.)
σ. τὰ ἔμπροσθεν Xen. — наблюдать за тем, что впереди2) быть настороже, проявлять бдительность(φυλάττειν καὴ σ. Xen.)
3) рассматривать, исследовать; обсуждать(τὰ ἔργα ἑκάστου Xen.)
πρὸς ἑαυτὸν σ. Plat. — размышлять про себя4) иметь в виду, заботиться(τὰ ἑωϋτοῦ Her.)
τὰ πρὸς ποσὴ σ. Soph. — иметь в виду то, что под ногами, т.е. интересоваться ближайшей действительностью;σ. τέν τελευτήν Her. — иметь в виду конец;σὺ δὲ δέ ποῖ σκοπεῖς ; Plat. — но ты-то что имеешь в виду?
См. также в других словарях:
ἱστών — weaving shed masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστῶν — ἱστάω pres part act masc voc sg (ionic) ἱστάω pres part act neut nom/voc/acc sg (ionic) ἱστάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἱστός anything set upright masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴστων — οἶδα see perf imperat act 3rd dual οἶδα see perf imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἵστων — ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἵ̱στων , ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) ἱστάω imperf ind act 3rd pl (ionic) ἱστάω imperf ind act 1st sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστῶνα — ἱστών weaving shed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱστῶνος — ἱστών weaving shed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς … Dictionary of Greek
έγκαυμα — Βλάβη των ιστών, που προκαλείται από θερμότητα, καυστικές χημικές ουσίες, ηλεκτρισμό ή ηλεκτομαγνητική ακτινοβολία, που δρουν κυρίως με την πήξη των πρωτεϊνών του πρωτοπλάσματος, καταστρέφοντας τα κύτταρα. Τα αποτελέσματα της δράσης της… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek